.

.
Το πλήρες κείμενο
Εκτός από την πυκνή απόδοση του καθενός από τα είκοσι κεφάλαια που τον αποτελούν τον τόμο Η δημοκρατική λειτουργία σε καμπή: προκλήσεις και απειλές στον πρώιμο 21ο αιώνα, το Εισαγωγικό κεφάλαιο «Το πρόβλημα της δημοκρατίας» καταθέτει έναν γνωστικό-αναλυτικό πλαίσιο με άξονες τη διερεύνηση των παρακάτω ερωτημάτων:

Α. Γιατί μας ενδιαφέρει η συζήτηση περί δημοκρατίας;
Β. Πώς την ορίζουμε;
Γ. Ποια η γενεαλογία της και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σημερινής της απίσχνανσης;

Α. Γιατί η συζήτηση περί δημοκρατίας προκαλεί ενδιαφέρον; Προσπαθώντας κανείς να οργανώσει στοιχειωδώς την πλειάδα των απαντήσεων που ανακύπτουν στο γενικό αυτό ερώτημα, θα μπορούσε άμεσα να επισημάνει τρεις βασικούς λόγους. Η δυο πρώτοι που στο κεφάλαιο αναλύονται (α -το ότι η δημοκρατία παραμένει αγαθό και β- ότι, παρά τα φαινόμενα, βρίσκεται ακόμα σε σπάνι) δημιουργούν το έδαφος για την πραγμάτευση του τρίτου και σπουδαιότερου: ότι, στις μέρες μας, τελεί υπό σοβαρή απειλή.
Για μεγάλο τμήμα της βιβλιογραφίας, το φαινόμενο της «δημοκρατικής απίσχνανσης» υπήρξε απροσδόκητο. Ο λόγος ήταν απλός: με την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989, επήλθε μια άκρως επιθετική νοηματική σύζευξη μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Είχαμε εδώ τη μαζική, πλην ανυπόστατη, αξιωματική παραδοχή ότι η –όσο το δυνατόν πιο- ασύδοτη λειτουργία της αγοράς είναι λογικά και ιστορικά συνυφασμένη με την ενδυνάμωση του δήμου. Γιατί όμως η σύζευξη αυτή –καπιταλισμός και δημοκρατία- είναι ανυπόστατη; Το κεφάλαιο επισημαίνει λόγους τόσο θεωρητικούς όσο και ιστορικούς. Σε ό,τι αφορά τους πρώτους, αρκεί να αναλογιστούμε ότι η κλασική φιλελεύθερη πολιτική σκέψη (που ήρθε στο προσκήνιο ως ο κύριος πολιτικός και προγραμματικός λόγος του θριαμβεύοντος καπιταλισμού) εμφορούνταν από την άποψη ότι το απαράγραπτο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και η πλήρης πολιτική δημοκρατία ήταν πράγματα ασύμβατα. Για το λόγο αυτό, οι φιλελεύθεροι πρότειναν –και στις αρχικές εκδοχές του κοινοβουλευτισμού επέτυχαν- τη θεσμοθέτηση μιας σειράς περιορισμών στο εκλογικό δικαίωμα (εισοδήματος, ιδιοκατοίκησης, μόρφωσης κτλ). Αυτό παραπέμπει και στις ιστορικές-πραγματολογικές όψεις του προβλήματος. Μπορεί κανείς να ξεκινήσει από την παρατήρηση ότι καμιά από τις τρεις μεγάλες αστικές επαναστάσεις της νεωτερικότητας (η Αγγλική και η Ολλανδική το 17ο και η μεγάλη Γαλλική το 18ο αιώνα) δεν εγκαθίδρυσαν δημοκρατικά καθεστώτα, ενώ στις ΗΠΑ, εκλογικά δικαιώματα για τους μη προνομιούχους λευκούς παραχωρήθηκαν σταδιακά, με συνταγματικές τροποποιήσεις, κατά την περίοδο μέχρι το 1860. Για την ακρίβεια, και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (το εμβληματικό 1848), βασικό αίτημα των κοινωνικών αγώνων ήταν, ακριβώς, η καθολική ψηφοφορία –αίτημα που οι κοινωνικές και πολιτικές ελίτ αντιμετώπισαν πρώτα με πανικό και στη συνέχεια με απηνή καταστολή. Η πρόοδος προς τη δημοκρατία υπήρξε αργή και βασανιστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χώρα πρότυπο του αστικού κοινοβουλευτισμού, τη Βρετανία, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δικαίωμα ψήφου είχε μόνο το 30% του πληθυσμού, ενώ την ίδια περίοδο τρεις μόνο καπιταλιστικές χώρες θα μπορούσαν –στοιχειωδώς- να χαρακτηριστούν πολιτικές δημοκρατίες: η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Νορβηγία. Ο ζοφερός Μεσοπόλεμος έδειξε γλαφυρά πόσο εύκολα η ανάγκη της καπιταλιστικής αναπαραγωγής μπορούσε να οδηγήσει στο σκληρό αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό, ενώ μεταπολεμικά δεν έχει κανείς παρά να αναλογιστεί την εκκωφαντική διάψευση των προσδοκιών της σχολής του εκσυγχρονισμού: ότι, δηλαδή, η καπιταλιστική ανάπτυξη θα οδηγούσε περίπου αυτόματα στη δημοκρατία. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίες του ’60, είχε καταστεί σαφές ότι οι ανάγκες της καπιταλιστικής εμβάθυνσης (profundización) όχι μόνο δεν ευνοούνταν από τη δημοκρατία, αλλά το –ακριβώς αντίθετο- απαιτούσαν, αν δεν προϋπέθεταν, βάναυσες δικτατορικές επιβολές –έναν νέο τύπο επιστημονικά κατασταλτικής απολυταρχίας, τον «γραφειοκρατικό αυταρχισμό» (ODonnell 1971): πριν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, υπήρξε η 11η Σεπτεμβρίου 1973 όταν, σε λουτρό αίματος, επιβλήθηκε στη Χιλή η πρώτη, καταστατικά νεοφιλελεύθερη δικτατορία του στρατηγού Πινοσέτ. Έκτοτε, η κατανόησή μας περί του ασύμπτωτου χαρακτήρα της σχέσης αχαλίνωτου καπιταλισμού και δημοκρατίας προχώρησε ακόμη περισσότερο μέσω της συνειδητοποίησης του πόσο παλιά και συστηματική υπήρξε η προετοιμασία του –σε όλους πλέον γνωστού- «δόγματος του σοκ» (Klein 2007): συντριπτικά χτυπήματα στο πολιτικό σώμα και τα αντιληπτικά αισθητήρια των κοινωνιών με στόχο τη στιγμιαία, αλλά απολύτως κομβική, απώλεια της δυνατότητάς τους να αντιστέκονται στον «εκσυγχρονισμό» της αγοραίας απελευθέρωσης. Συν τω χρόνω, οι αιτιώδεις αυτοί μηχανισμοί εντάθηκαν. Η «δημοσιονομική κρίση του κράτους» (OConnor 1973) αντιμετωπίστηκε με μείωση του μεριδίου της εργασίας, τη σταδιακή χρηματιστικοποίηση των οικονομιών και την υπερχρέωση φυσικών προσώπων και κρατών. Για την αντιμετώπιση των ολοένα και πιο κρισιακών συνεπειών επιστρατεύτηκαν οι γνωστές συνταγές: δραματική συρρίκνωση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, εντεινόμενες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων υπηρεσιών, επιθετική αμφισβήτηση του θεωρητικά κεκτημένου Κράτους Πρόνοιας. Σημαντική διαφορά με προηγούμενες, ηπιότερες κρισιακές φάσεις ήταν, όμως, ότι, αυτή τη φορά, τα χορηγούμενα φάρμακα, αντί να αντιμετωπίζουν, έτειναν ολοένα και περισσότερο να επιδεινώνουν το πρόβλημα. Η δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού μισθού προκειμένου να αντιμετωπιστούν χρεωκοπίες και ελλείμματα, επέτεινε την υφεσιακή παράλυση, αφού μείωνε κι άλλο τις λαϊκές απολαβές (το μερίδιο της εργασίας) που πρωτίστως αυτό είχε προκαλέσει την τοξική χρηματιστικοποίηση με όλα τα οδυνηρά της παρεπόμενα. Στον άκρως ανορθολογικό αυτό τρόπο διαχείρισης της κρίσης με… περισσότερη κρίση, δεν είναι περίεργο που τα προβλήματα διαφθοράς στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής λειτουργίας οξύνθηκαν, η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού χειροτέρεψε και οι «νησίδες αδιαφάνειας» πολλαπλασιάστηκαν. Καθώς οι κοινωνίες, παρά την επιθετική προσπάθεια χειραγώγησής τους από ιδιωτικά (και πρακτικά ανεξέλεγκτα) ΜΜΕ και –ασφαλώς- το αναισθητικό των αλλεπάλληλων «σοκ», συνέχισαν να αντιδρούν, δεν άργησε η στιγμή που κεντρικά πολιτικά δικαιώματα όπως, πιο χαρακτηριστικά, το δικαίωμα στις συνδικαλιστικές δράσεις άρχισαν να τίθενται εν αμφιβόλω. Σταθερά της πολιτικής λειτουργίας άρχισε να γίνεται η προληπτική καταστολή, συνδυαστικά με άναρθρες, επιθετικές φωνές που διατείνονταν ότι, τελικά, η δημοκρατία απειλείται από την ενεργοποίηση του δήμου. Δεν είναι παράξενο ότι το αίσθημα μιας γενικευμένης δημοκρατικής δυσανεξίας επεκτάθηκε και επιτάθηκε από την παρέμβαση υπερεθνικών οργανισμών εξαιρετικά ελλιπούς δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Β. Κάτι που στις κοινωνικές επιστήμες σπάνια συνειδητοποιούμε είναι ο βαθμός στον οποίο οι διάφορες θεωρητικές μας αναζητήσεις εξαρτώνται (διότι απορρέουν) από τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε τις επίμαχες έννοιες. Πώς, λοιπόν, ορίζουμε τη δημοκρατία; Χωρίς να είναι δυνατόν να επιχειρηθεί μια πλήρης εννοιολογική ανασύσταση της εξαιρετικά πυκνής έννοιας «δημοκρατία», το κεφάλαιο επιχειρεί ωστόσο να προσδιορίσει τη δημοκρατία ως πολιτειακή δομή, ή διαδικασία. Υποστηρίζεται ότι η σύγχρονη δημοκρατία διακρίνεται από τα άλλα πολιτεύματα στη βάση τεσσάρων σύνθετων καθοριστικών –sine qua non- γνωρισμάτων. Τα πρώτα τρία είναι γνωστά, και η θεωρητική πραγμάτευσή τους αρκούντως προφανής (αν και, στο κεφάλαιο, ενδελεχής): (α) συνταγματικά κατοχυρωμένες πολιτικές ελευθερίες  (β) ανεμπόδιστο ανταγωνισμό ανάμεσα στα υφιστάμενα πολιτικά μορφώματα (γ) δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες Μεγαλύτερο θεωρητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το τέταρτο καθοριστικό γνώρισμα, αυτό της λογοδοσίας.
Επί μακρόν, η λογοδοσία έτεινε να προσεγγίζεται συμβατικά –μέσα από το πρίσμα της ύπαρξης ή μη εκλογικών διαδικασιών (: στην πραγματικότητα ως μια διαφορετική διατύπωση του ίδιου του γνωρίσματος των εκλογών). Θεωρούνταν, συγκεκριμένα, ότι λογοδοσία εξασφαλιζόταν όταν οι εξουσίες προσέφευγαν στις κάλπες προκειμένου να αναβαπτίσουν τη λαϊκή εντολή, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη διακινδύνευση του να την απολέσουν. Οι τελευταίες καθεστωτικές αλλαγές στη Λατινική Αμερική (προπαντός στη Χιλή) έδωσαν το έναυσμα ώστε αυτή η μάλλον ράθυμη ανάγνωση να αρχίσει να αναθεωρείται. Η ιστορία της εννοιολογικής αναπροσαρμογής έχει μεγάλο γνωστικό ενδιαφέρον και τεράστια θεωρητική σημασία.
Στα μέσα-τέλη της δεκαετίας του ’80/αρχές δεκαετίας του ’90, στη Χιλή και άλλες χώρες του Νότιου Κώνου που έβγαιναν από γραφειοκρατικά-αυταρχικά καθεστώτα του στρατού ως θεσμού, οι στρατιωτικές ιεραρχίες διαπραγματεύτηκαν την αποχώρησή τους από την εξουσία κατακτώντας σημαντικές ασυλίες στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος –κάτι που, στην πράξη, έτεινε να τις καταστήσει απροσπέλαστες  στους ελέγχους της εκλεγμένης εκτελεστικής εξουσίας: και μετά την «πτώση των δικτατοριών», ο στρατός εξακολουθούσε να λειτουργεί και να αναπαράγεται ως ένα ιδιότυπο κράτος εν κράτει. Δεν ήταν δυνατόν παρά η κατάσταση αυτή των πραγμάτων να προσβάλλει βάναυσα τις ευαισθησίες ακόμη και των πιο ακραιφνών πλουραλιστών. Εκλογές υπήρχαν, συνταγματικά κατοχυρωμένες πολιτικές ελευθερίες και εκλογικά δικαιώματα προβλέπονταν, όσο όμως ο στρατός εξακολουθούσε να διατηρεί το ανεξέλεγκτο, δημοκρατία δεν μπορούσε να θεωρείται ότι υπάρχει, διότι δεν υπήρχε λογοδοσία. Με διάφορες συνταγματικές παρεμβάσεις (που, ας σημειωθεί, δεν υπήρξαν ούτε γοργές, ούτε ευθύγραμμες) το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης θέσης και λειτουργίας του στρατού σταδιακά αντιμετωπίστηκε. Όμως το θεωρητικό συμπέρασμα που προέκυπτε από τη συγκεκριμένη ανάγνωση της σημασίας «λογοδοσία» ήταν εξαιρετικά κρίσιμο. Κι αυτό διότι, διαρρηγνύοντας το αρχικό, αφόρητα στενό θεσμικό της πλαίσιο, η έννοια –«δημοκρατική λογοδοσία» άρχισε να προϋποθέτει τη δυνατότητα ελέγχου από το δήμου σε οιαδήποτε λειτουργία είχε σοβαρή επίδραση στις διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αν το ότι στρατός δεν λογοδοτούσε σήμαινε πως δεν υπήρχε δημοκρατία, με ποια λογική υπήρχε δημοκρατία τη στιγμή που άλλοι θεσμοί, εξίσου ή και περισσότερο κομβικοί για τον βίο των κοινωνιών (όπως, λ.χ., οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι ή τα ιδιωτικά ΜΜΕ), έμεναν καταστατικά απροσπέλαστοι σε μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου;
Η διαπίστωση αυτή και ο συναφής της προβληματισμός επαναφέρουν επιτακτικά τη συζήτηση στην κρίσιμη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας. Ειδικά σε περιόδους κρίσης όπως η τρέχουσα, οι ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής επιφέρουν –όπως ήδη επισημάνθηκε- δραματική συρρίκνωση κοινωνικών και ουκ ολίγων πολιτικών δικαιωμάτων με τρόπους που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύουν τόσο την τεράστια επίδραση που η οικονομική σφαίρα ασκεί στην πολιτική, όσο και το πόσο καταπληκτικά ανεξέλεγκτη –μη λογοδοτούσα- παραμένει. Δεν αποτελεί άραγε μέγιστη δημοκρατική πρόκληση των καιρών η επινόηση (και διεκδίκηση) θεσμών που να επιτρέπουν ανάταξη αυτής της ζοφερής πραγματικότητας;


Γ. Καθ’ οδόν προς την πιθανή οργάνωση μιας τέτοιας συζήτησης, το κεφάλαιο επιδιώκει την πρόκληση ρητού προβληματισμού περί της δημοκρατικής γενεαλογίας: τόσο διότι το θέμα μας βοηθά να αποκτήσουμε μια κρίσιμη αίσθηση ιστορικής προοπτικής, όσο και γιατί –μέσω αυτού- μπορούμε να προσεγγίσουμε και το ζήτημα των απαραίτητων δράσεων προκειμένου να αντιστραφεί η σημερινή δημοκρατική απίσχνανση. Στις μέρες μας δεν είναι λίγες οι φωνές που διατείνονται πως η δημοκρατία απειλείται από υπερ-θεσμικές κινητοποιήσεις σαν κι αυτές των κοινωνικών κινημάτων. Σπάνια συνειδητοποιείται όμως ότι, στον καπιταλισμό, η δημοκρατία έτσι όπως την γνωρίζουμε δεν προέκυψε από πρωτοβουλίες πεφωτισμένων ελίτ, αλλά από δράσεις των θεσμικά αποκλεισμένων και «από κάτω», που τη στιγμή της ανάληψής τους ήταν αναγκαστικά εξω-θεσμικές ή και έκνομες. Στα συγκροτητικά θεωρητικά αφηγήματα του τύπου εκείνου πολιτικής επιστήμης που –ελλιπώς- εστιάζεται αποκλειστικά στις θεσμικές πολιτικές λειτουργίες (ως εάν η πολιτική να εξαντλούνταν στη μελέτη του Κράτους) αυτό κατά κανόνα παραγνωρίζεται, όμως η ίδια η διαδικασία του εκδημοκρατισμού υπήρξε απόρροια σύντονων συλλογικών δράσεων. Η βάναυσα και γνωστικά αδόκητα (πλην κάθε άλλο παρά παράδοξα) παραμελημένη μακρο-ιστορία της δημοκρατίας υποδεικνύει ότι συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες και εκλογικά δικαιώματα παραχωρήθηκαν (εκεί όπου παραχωρήθηκαν) μόνο όταν το κόστος καταστολής των δράσεων που τις διεκδικούσαν έτεινε να ξεπεράσει το κόστος ανοχής τους. Ήταν μια έκβαση που επήλθε επώδυνα και σταδιακά, μέσα από την αριθμητική, οργανωτική και συμβολική ενδυνάμωση των αποκλεισμένων (των classes dangereuses) σε συνδυασμό με τη συσσώρευση μεταρρυθμιστικού δυναμικού από την πλευρά των ελίτ –που ήταν, με τη σειρά της, απόρροια της τεράστιας συσσώρευσης κεφαλαίου που είχε επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση. Αν η δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε πρωτίστως χάρη σε κινηματικές δράσεις, μόνο τέτοιες δράσεις είναι που μπορούν να αντιμετωπίσουν την απίσχνανσή της, και μόνο επιχειρώντας να την εμβαθύνουν. Πρόκειται, ασφαλώς, για μέγιστη πρόκληση που εκτός από γνωστική, είναι ταυτόχρονα και εξόχως πολιτική.